καθαιρεσις

καθαιρεσις
    καθαίρεσις
    κᾰθ-αίρεσις
    -εως ἥ
    1) разрушение, снос, уничтожение
    

(τοῦ Πανάκτου Thuc.; τῶν τειχῶν Xen.; ὀχυρωμάτων NT.)

    2) уменьшение, убывание
    

(τῶν ὄγκων Plat.)

    3) исхудание
    

(τῶν σωμάτων Arst.)

    4) умерщвление, убийство (sc. Κλεοπάτρας Plat.)
    5) отнимание
    

ἔστι τὸ ἄπειρον ἐπὴ καθαιρέσει Arst. — бесконечное существует (для нас) путем отнимаиия, т.е. как негативное понятие


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καθαιρεσις" в других словарях:

  • καθαίρεσις — pulling down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσει — καθαίρεσις pulling down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθαιρέσεϊ , καθαίρεσις pulling down fem dat sg (epic) καθαίρεσις pulling down fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεις — καθαίρεσις pulling down fem nom/voc pl (attic epic) καθαίρεσις pulling down fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεσι — καθαίρεσις pulling down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεσιν — καθαίρεσις pulling down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσιος — καθαίρεσις pulling down fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρεσιν — καθαίρεσις pulling down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… …   Dictionary of Greek

  • catéresis — (Del gr. kathairesis, destrucción.) ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Debilidad o extenuación provocada por un medicamento. IRREG. plural cateresis 2 MEDICINA Acción cáustica moderada. * * * catéresis (del gr. «kathaíresis», destrucción) f. Med.… …   Enciclopedia Universal

  • Антракитис, Мефодиос — …   Википедия

  • καθάρεσις — καθάρεσις, ιος, ἡ (Α) επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις* («στέγας καθαρέσιος» τού καθαρισμού τής στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»